- αντιπρόταση
- ηνέα πρόταση σε απάντηση προηγούμενης: Μελέτησε τις προτάσεις του συνέταιρού του και αποφάσισε να παρουσιάσει αντιπροτάσεις.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αντιπρόταση — η (Μ ἀντιπρότασις) πρόταση που αναιρεί ή τροποποιεί άλλη προηγούμενη … Dictionary of Greek
ένσταση — η (AM ἔνστασις) [ενίστημι] αντίρρηση, αντίθεση σε επιχείρημα ή άποψη νεοελλ. 1. ισχυρισμός τον οποίο προβάλλει ο εναγόμενος εναντίον τής εις βάρος του αγωγής ή αντιπρόταση άλλου δικαιώματος του 2. φρ. «ένσταση απαρτίας» αντίρρηση που υποβάλλεται… … Dictionary of Greek
αντιπροτείνω — (Α ἀντιπροτείνω) νεοελλ. κάνω αντιπρόταση αρχ. απλώνω κι εγώ το χέρι για να χαιρετήσω ή να παρακαλέσω κάποιον … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek